- φθορεῖον
- φθορ-εῖον, το,A drug for producing abortion, SIG985.20 (Philadelphia, i B. C.): pl., IG12 (1).789.12 (Lindos, ii A. D.); cf.
φθόριος 1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθόριος 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθορείον — τὸ, Α βότανο ή φάρμακο που χρησιμεύει για διακοπή τής κύησης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. τού τ. φθόριον*] … Dictionary of Greek